Ξύπνησα λίγο πριν το ξυπνητήρι. Όχι από ξεκούραση, από συνήθεια. Ίσως και από το βάρος του τι με περίμενε. Ένα βλέμμα στο ρολόι, ένας αναστεναγμός και σήκωσα το κορμί μου απ’ το κρεβάτι. Στο διπλανό δωμάτιο ακουγόταν ήδη μια παιδική ανάσα, εκείνο το μικρό ροχαλητό που, όσο κουρασμένη κι αν είμαι, μου θυμίζει γιατί τα κάνω όλα.
Έβαλα καφέ – τον πρώτο από τους πολλούς. Πριν ακόμα ξυπνήσει το σπίτι, ήθελα έστω 5 λεπτά να σταθώ με τα χέρια γύρω από την κούπα και να πω: “Καλημέρα, Ειρήνη. Εσύ πώς είσαι;”
Μετά άρχισε ο χορός. Τσάντες, πρωινό, χαμένες κάλτσες, πεινασμένα προσωπάκια, «μαμά που είναι το…», «μαμά δεν θέλω σχολείο», «μαμά είδες τι μου είπε;». Και κάπου εκεί, νιώθω σαν ολόκληρη εταιρεία που λειτουργεί μόνη της — logistics, catering, διαχείριση κρίσεων, ψυχολογική υποστήριξη. Κι όμως τα καταφέρνω. Ίσως όχι πάντα ήρεμα, αλλά πάντα με αγάπη.
Στο κομμωτήριο με περίμενε η άλλη μου πραγματικότητα. Πελάτισσες, γέλια, ιστορίες, φροντίδα. Ένα μικρό σύμπαν που δημιουργώ κάθε μέρα με τα χέρια μου. Εκεί, ανάμεσα στις βαφές και τις κουβέντες, νιώθω πως δίνω κάτι από μένα. Κάποιες με ρωτάνε «πώς τα προλαβαίνεις όλα;». Δεν τα προλαβαίνω. Απλώς… τα ζω.
Το απόγευμα ήταν το κλασικό τρέξιμο. Φαγητό, καθαριότητα, λίγος καυγάς στο φόντο. Οι στιγμές που νιώθω ότι είμαι στο όριο, που φωνάζω και μετά μετανιώνω. Που θέλω να φύγω για ένα βράδυ και να είμαι μόνο εγώ με μένα. Αλλά δεν φεύγω. Μένω. Γιατί η αγάπη είναι κι αυτή: να μένεις.
Το βράδυ, όταν όλοι κοιμήθηκαν, έκανα αυτό που κάνω πάντα. Έμεινα λίγο με τη σιωπή μου. Έγραψα δυο γραμμές, άκουσα μια μελωδία που με μαλάκωσε. Και τότε το κατάλαβα: δεν ήταν μια τέλεια μέρα. Ήταν όμως αληθινή. Γεμάτη μικρές νίκες, στιγμές που άντεξα, και κάποια βλέμματα που με πλημμύρισαν.
Αν με ρωτούσες τι κρατάω απ’ αυτή τη μέρα, θα σου έλεγα: το βλέμμα της κόρης μου όταν της έφτιαχνα τα μαλλιά. Το γέλιο μιας πελάτισσας που ένιωσε όμορφη. Τον τρόπο που με κοίταξε ο άντρας μου όταν μπήκα στο δωμάτιο κουρασμένη και μου είπε “ήρωας”.
Και όλα αυτά… είναι αρκετά.

