Είναι αργά. Το σπίτι είναι ήσυχο. Τα παιδιά κοιμούνται. Ο ήχος του ψυγείου και το τικ-τακ του ρολογιού είναι οι μόνοι συνοδοί μου. Και τότε ξεκινάει η άλλη μου ζωή. Αυτή που δεν φαίνεται.
Σ’ αυτές τις σιωπές ξεδιπλώνομαι. Δεν υπάρχει φωνή να με διακόψει, δεν υπάρχει «μαμάαα», δεν υπάρχει καμία υποχρέωση για λίγα λεπτά. Είμαι εγώ και οι σκέψεις μου. Όσα ένιωσα και δεν πρόλαβα να πω. Όσα κατάπια γιατί έπρεπε να σταθώ δυνατή. Όσα με πόνεσαν, με κούρασαν, με έκαναν να θέλω απλώς να εξαφανιστώ για λίγο.
Αυτές οι σιωπές είναι το καταφύγιό μου. Δεν είναι πάντα γαλήνιες. Μερικές φορές με πνίγουν. Άλλες φορές, όμως, με αγκαλιάζουν. Με αφήνουν να αναπνεύσω. Να γράψω δυο λέξεις στο ημερολόγιό μου. Να δω έναν ουρανό μέσα από το παράθυρο και να θυμηθώ ότι υπάρχω.
Γιατί κι εγώ υπάρχω. Όχι μόνο σαν μαμά, αλλά σαν ψυχή. Που κάποτε ονειρευόταν, και ακόμα το κάνει, σιωπηλά, όταν όλοι κοιμούνται.
Και μέσα σ’ αυτές τις ώρες, έρχεται κι η αλήθεια μου. Όχι η φτιασιδωμένη, όχι εκείνη που δείχνω στους άλλους. Η άλλη. Αυτή που πονάει, που νοσταλγεί, που φοβάται. Αυτή που νιώθει ενοχές όταν κουράζεται, που αμφιβάλλει αν τα κάνει όλα σωστά, που κάποιες φορές θέλει απλώς να κρυφτεί.
Είναι οι στιγμές που θυμάμαι τη δική μου μαμά. Πώς τα κατάφερνε; Ένιωθε κι εκείνη έτσι; Την είχα ποτέ ρωτήσει πραγματικά “πώς νιώθεις;”. Τώρα καταλαβαίνω. Και την καταλαβαίνω βαθιά. Γιατί η μητρότητα, όσο όμορφη κι αν είναι, σε ξεγυμνώνει. Σου δείχνει τα όριά σου. Και πολλές φορές, σε φτάνει στα άκρα. Εκεί που δεν φανταζόσουν ποτέ ότι μπορείς να φτάσεις… αλλά και να αντέξεις.
Κι όμως, μέσα σε αυτές τις σιωπές, κάτι ανθίζει. Μια μικρή φλόγα επιμονής. Μια δύναμη που δεν φαίνεται, αλλά υπάρχει. Που με κρατάει όρθια, που με κάνει να σηκωθώ πάλι το επόμενο πρωί και να συνεχίσω. Που μου θυμίζει ότι το να είμαι μαμά δεν σημαίνει να ξεχάσω τον εαυτό μου. Σημαίνει να με βρω ξανά μέσα από άλλες διαδρομές. Πιο βαθιές. Πιο αυθεντικές.
Και τότε, σιγά-σιγά, αρχίζω να χαμογελώ. Μέσα στη σιωπή. Όχι γιατί όλα είναι τέλεια. Αλλά γιατί μέσα στο χάος, έχω βρει κάτι δικό μου. Μια μικρή γωνιά που με χωράει. Μια παύση που λέει «είσαι εντάξει». Κι αυτό μου φτάνει για να συνεχίσω.
Γιατί τελικά… αυτές οι σιωπές δεν είναι μοναξιά. Είναι το χέρι που μου κρατάω όταν όλοι κοιμούνται.

